ὀξερίας

ὀξερίας
ὀξερίᾱς , ὀξερίας
masc acc pl
ὀξερίᾱς , ὀξερίας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οξερίας — ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α) ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα ίας,… …   Dictionary of Greek

  • ξερίας — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ξερίας, ὁ (Α) βλ. οξερίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”